υστερότερος

υστερότερος
-η, -ο
επίρρ. συγκρ. του ύστερος (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υστερότερος — η, ο, Ν συγκριτ. βαθμός τού ύστερος. επίρρ... υστερότερα (με χρον. σημ.) λίγο πιο ύστερα, αργότερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύστερος + κατάλ. τερος τού συγκριτικού βαθμού (πρβλ. καλύ τερος)] …   Dictionary of Greek

  • κατώτερος — η, ο, θηλ. και έρα (ΑΜ κατώτερος, έρα, ον) [κάτω] αυτός που βρίσκεται χαμηλότερα από κάποιον άλλο (α. «το όριο είναι κατώτερο» β) «καὶ κατέβη πρῶτον εἰς τὰ κατώτερα μέρη», ΚΔ.) νεοελλ. φρ. «κατώτερος άνθρωπος» αυτός που στερείται πνευματικών και… …   Dictionary of Greek

  • ύστερος — η, ο (συγκρ. υστερότερος, υπερθ. ύστατος) 1. αυτός που χρονικά ή σε σειρά ακολουθεί άλλον, επόμενος, κατοπινός: Ύστερη σκέψη. 2. μτφ., αυτός που υστερεί, κατώτερος, δευτερότερος, παρακατιανός: Η ποιότητα αυτού του ξύλου είναι ύστερη. 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”